6/6/14

Brevet 1000 km, Γύρος Πελοποννήσου: Πώς το έβγαλα χωρίς προπονήσεις!




  Το κείμενο περιέχει βωμολοχίες και γενικά περιγράφει δραστηριότητες που μπορεί να είναι επικίνδυνες για τη σωματική και ψυχική υγεία. Τα ονόματα, ψευδώνυμα και τοπωνύμια είναι αληθινά εφόσον τα θυμάμαι σωστά. Το διάβασμα γίνεται με δική σας ευθύνη.
  Όλες μάρκες που αναφέρω είναι καθαρά προσωπική επιλογή, δεν κάνω διαφήμιση, και δεν θεωρώ πως είναι καλύτερες από άλλα προϊόντα.
  Σε περίπτωση μερικής ή ολικής αναδημοσίευσης παρακαλώ να αναφερθεί η πηγή (website) και ο συγγραφέας.


ΠΡΙΝ

  Ήταν γνωστό πως το πρόγραμμα του 2014 θα έχει το Γύρο της Πελοποννήσου. Βέβαια αυτή η έκδοση ήταν λίγο πιο hard-core από τις προηγούμενες με ένα ρεκόρ 4.500 μ. υψομετρικά  σε μόλις 250 χλμ, από το 510 ως το 760.
  Τα brevets που είχαν κάνει φέτος λίγα. Το εύκολο 300άρι σε 17:30, το 400 σε 26 ώρες, το 600 σε 39 ώρες, το Θέρμο σε 13:23, και τη Θήβα την κατάφερα σε 10 ώρες παρά 20 λεπτά. Έκτος από τα παραπάνω 1700 χλμ, συνολικά, από το Δεκέμβρη που τελείωσα με τα νοσοκομεία ως και την εκκίνηση, είχω κάνει άλλα 250, ξαναλέω ΣΥΝΟΛΙΚΑ, χιλιόμετρα, από τα οποία τα 200 είναι αστικά!
Στο brevet του Θέρμου. Με το ζόρι τερμάτισα!
  Για όλους αυτούς τους λόγους ο μόνος στόχος ήταν να τερματίσω σε τέτοιο χρόνο που αν τύχει κάτι στραβό να προλάβω!
 Ένα άλλο εμπόδιο, για πολλούς brevetάδες είναι το οικονομικό. Προσωπικά, αυτό που επιλέγω είναι να έχω αρκετά τρόφιμα μαζί μου, τουλάχιστον για 300 χλμ έτσι ώστε να μειώσω το κόστος του brevet.
  Έτσι η τσάντα περιείχε:
·         3 σαμπρέλες, πολυεργαλίο, αυτοκόλλητα μπαλώματα, νύχι, tire ups, εφεδρική ακτίνα, φακαρόλα, μικρό λουκετάκι, μίνι ελβετικό σουγιά με πριονάκι, μαχαιράκι και ψαλιδάκι, μπαταρίες ΑΑ για το gps, στην τσέπη της τσάντας με τα εργαλεία.
·         Penaten, sudocreme, βαζελίνη, οδοντόκρεμα, οδοντόβουρτσα, σαμπουάν, αντηλιακό 50+, brufen 600 mg, φορτιστή κινητού και mp3 player, τρόμπα στην τσέπη με τα είδη υγιεινής.
·         3 τσουρεκάκια, 1 στρούντελ, 6 μπάρες «Μαϊστράλης» (βρώμη, ζάχαρη, μέλι, αλάτι), 5-6 τζελάκια, χταπόδι (λάστιχο), στη θήκη με τα τρόφιμα
·         Μίνι υπνόσακο (600 γρ) κοντό κολάν, κοντή μπλούζα (ξεκίνησα με ¾ κάτω και μακρύ λεπτό πάνω), δεύτερες κάλτσες, εσώρουχο, εφεδρικό λάστιχο στην κεντρική θήκη
·         Αντανακλαστικό γιλέκο και αδιάβροχο στο λάστιχο έξω από την τσάντα
·         1 μπάρα, 2 τζελ, roadbook, κινητό στη θήκη του σωλήνα
·         Στις τσέπες 7 τοστ και το mp3 player. Πάντα προσπαθώ να έχω άδειες όσο γίνεται τις τσέπες
·         Στο λαιμό μου κρεμασμένα: Κάρτα brevet, δίπλωμα, ταυτότητα, πιστωτική κάρτα, μετρητά, το κλειδί του λουκέτου.


ΕΛΕΥΣΙΝΑ

  Η Ελευσίνα με βρήκε στις 15:30 να μοιράζω κάρτες για τη διοργάνωση. Μαζί με φίλους η ώρα πέρασε και βρεθήκαμε στους δρόμους στις 18:30 ακριβώς





1.   ΕΛΕΥΣΙΝΑ 0 – ΚΑΤΩ ΔΙΜΗΝΙΟ 88 (κλείνει στις 7/6 00:22) 



  Η εκκίνηση ήταν πολυπληθής. Είχα στόχο να μείνω με τους Αφούς Πετρόπουλοι / Γ. Μαλούτα, καθώς θα ήταν εγγύηση ως τον Πύργο, Δυστυχώς οι ελπίδες για όποιο γκρουπάρισμα εξανεμίστηκαν από το Νεράκι, καθώς έπειτα από ένα φοβερό και τρομερό ξεκόλλημα έμεινα μόνος με τη συντροφιά που θα έχω ως τον τερματισμό. Τη μαφία με το όνομα Χρήστος (Chris Man).
Ο σύντροφός μου στα 1000 χλμ.
  Αποφασίσαμε λοιπόν, πως πιο καλή η μοναξιά. Με πολλή κουβέντα, καθώς είμαστε «κουτσομπόλες» κινηθήκαμε ως τη διώρυγα. Νωρίτερα βρεθήκαμε με άλλη μια μοναχική δυάδα του Λευτέρη Μάργαρη (από Καρπενήσι που σπουδάζει στη Λέσβο) και Αποστόλη Ρούλια. Στην ανηφόρα για τον Ισθμό μας περνά ο Β. Πετρόπουλος (είχε πάθει 2 λάστιχα ήδη).
  Σε μια φάση μας περνά το τρένο με τους Vagtas, Mini Randonneur, Δημήτρη, Μάνο, Γιώργο και άλλους κανά δυο ακόμη. Σχεδόν ταυτόχρονα στο γκρουπ μας ακούστηκε η ερώτηση «πώς πάνε έτσι;»(δηλαδή γρήγορα), και στο δικό τους «πώς θα τερματίσουν έτσι;» (δηλαδή αργά). Η απάντησή μου στους δικούς μου, που όπως ταιριάζει και στις δύο περιπτώσεις είναι «Ξέρουν, έτσι θα πάνε όλο το brevet». Έτσι το πήγαν κι έτσι το πήγαμε!!!
 Στον Ισθμό, μετά από το “Canale”, κάναμε την πρώτη στάση καθώς ο Chris είχε ένα θέμα με την σέλα, κι άλλο ένα με την τσάντα. Δώσαμε λίγο έξτρα στήριξη στην τσάντα με το χταπόδι Lidl που είχα μαζί μου και βιδώσαμε τη σέλα. Συνεχίσαμε και έφτασε η τετράδα στο Διμηνιό στις 22:19. Τελικά δεν ήμασταν τελευταίοι, υπήρχε άλλος ένας πίσω μας, Ο Γιάννης Κυριακού! Ουάου!
  Γεμίσαμε τα παγούρια και φύγαμε…


Κ. ΔΙΜΗΝΙΟ 88 – ΠΑΤΡΑ 198 (κλ. 7/6 07:42)

  Η τετράδα μας ξεκίνησε με πολύ μπλα-μπλα και όρεξη για να πάμε στην Πάτρα. Πιο πολύ τραβάγαμε εγώ κι ο Χρήστος καθώς είμαστε πιο εξοικειωμένοι με ομαδικές βόλτες. Όταν τράβηξαν τα παιδιά, επειδή δεν είχαν συνηθίσει ανέβασαν ρυθμό και αναγκαστήκαμε να μπούμε πάλι μπροστά για να ξεκουραστούμε!
  Η διαδρομή δεν είχε απρόοπτα. Όμως σε μία στιγμή  (τριγύρω από το Διακοπτό αν θυμάμαι καλά) συναντήσαμε τον Chris Ba ο οποίος είχε κάποιο μηχανικό πρόβλημα. Οι δυο συνοδοιπόροι μας σταμάτησαν, αλλά εμείς δεν είχαμε καταλάβει τι έγινε και συνεχίσαμε. Σε λίγο καταλάβαμε πως ήμασταν πάλι μόνοι.
  Στο Αίγιο κάναμε τη στάση μας, για μια κόκα κόλα, και γέμισμα νερο γύρω στο 5λεπτο. Συνεχίσαμε ως την Πάτρα, όπου και περάσαμε κόσμο, καθώς πήγαμε προς το Λιμάνι και το κοντρόλ από τον προβλεπόμενο (και γρηγορότερο) δρόμο, και έτσι περάσαμε το Τρίκυκλο κι άλλα δυο-τρία άτομα. Σφραγίσαμε στις 03:27 κάνοντας τα σχεδόν 200 χλμ σε σχεδόν 9 ώρες και σχεδόν τελευταίοι.
  Στην Πάτρα μας περίμενε ο Ζαφ, με βουτηματάκια, κριτσίνια και όμορφα πραγματάκια όπως ξηροκάρπια… Μόνο ουισκάκι δεν είχε. Η στάση μας κι εκεί λιτή. Ένα monster για εμένα και νερό, ο Γιατρός (ο Χρήστος είναι οδοντίατρος) πήρε και λίγη τροφή. Εκεί είπα στον Δημήτρη με το τρίκυκλο να μην εγκαταλείψει, αλλά ας ξεκουραστεί μια ώρα, και να συνεχίσει με την ησυχία του. Επίσης ο γονδολιέρης Δημήτρης έδωσε 2 ωρίτσες στον… επειδή ξέχασε το γιλέκο στην Ελευσίνα και ξεκίνησε χωρίς αυτό. Όχι μόνο έδωσε ποινή, αλλά του έδωσε και το γιλέκο που είχε για το αυτοκίνητο, όπως προβλέπει πια ο Κ.Ο.Κ.
  Τελικά ξεκινήσαμε από εκεί οι δυο μας…


ΠΑΤΡΑ 198 – ΠΥΡΓΟΣ 293 (κλ. 7/6 14:02)

  Όλοι βαριούνται σε αυτό το κομμάτι.
Καλωδιωμένος!
Εμείς ξεκινήσαμε βλέποντας το νέο λιμένα Πατρών καθώς και έναν φανταστικό κόμβο που δεν είχει μπει σε λειτουργία. Τα έργα στην Κάτω Αχαϊά μας έβαλαν λίγο νωρίτερα στον εθνικό δρόμο, όπου και αποφασίσαμε να κάνουμε αλλαγές, και ο καθένας να κάθεται ένα τραγούδι μπροστά. Επειδή ο Χρήστος είχε
remixάκια, θα πηγαίναμε με τα δικά μου τραγούδια. 
  (Ας κάνω την παρένθεση να πω πως κι εγώ και ο Γιατρός ακούμε μουσική. Μάλιστα, από την αρχή εγώ άκουγα από το αριστερό αυτί κι εκείνο από το δεξί, και σε όλο το brevet εκείνος ποδηλατούσε από την εσωτερική κι εγώ από την εξωτερική για να μην αλλάζουμε το ακουστικά στα αυτιά)
  Όταν έπαιξε το “American pie” (το αυθεντικο, όχι από Madonna), που είναι 8:30 το χωρίσαμε στη μέση.
  Μόλις πιάσαμε ένα γκρουπάκι, τους είδα που ποδηλατούσαν λίγο άναρχα (όχι σε μονό στοίχο κλπ) και είπα στον Χρήστο: «Μπες μπροστά, συνεχίζουμε οι δυο μας τις αλλαγές κι ας κολλήσουν». Κι έτσι κάναμε. Τραβάγαμε οι δυο μας, ξεκουράζοντας ο ένας τον άλλον, με το ρυθμό που εμείς θέλαμε. Οι υπόλοιποι συνέχιζαν πίσω μας και ήταν όλοι χαρούμενοι.
  Δεν θυμάμαι να κάναμε στάση πριν από τον Πύργο, εκτός από μία για τσισάκια.
  Στο Πύργο φτάσαμε στις 07:52. Φάγαμε τη μακαρονάδα (είχε λίγο λάδι παραπάνω), πατάτες και κόλα. Εγώ άλλαξα ρούχα, από ¾ και μακρύ λεπτό, σε κοντό-κοντό, έβαλα τις κρεμούλες μου (μεγάλη ανακάλυψη η penaten!), τα αντηλιακά μου και τακτοποίησα την τσαντούλα μου. Ο Χρήστος ξάπλωσε για 15 λεπτά, στα 8 από τα οποία έκατσα δίπλα του χωρίς εγώ να μπορέσω να κοιμηθώ. Νομίζω πως κοιμήθηκε για λίγο εκείνος.
  Στον Πύργο πετύχαμε πολύ λαό…
  «Θυμάμαι ως τώρα να ΄τανε τον γέρο παλαιοπώλη…», εεε, εννοώ τον Ζούβελο, επίσης ήταν ο Συκάρης όπου είχε σπασμένες ακτίνες (νομίζω), τον Βαγγέλη Βουλγαράκη, όπου ή χάθηκε ή του έκλεψαν, το κινητό του, και άλλοι ωραίοι «κοιμωμένοι» ήταν εκεί.


ΠΥΡΓΟΣ 293 – ΜΕΘΩΝΗ 418 (κλ. 7/6 22:22)

  Φύγαμε ορεξάτοι από τον Πύργο, όμως το κακό οδόστρωμα και η κίνηση μας έκανε να συνεχίσουμε σε μονό στοίχο και αλλαγές ανά τραγούδι ως το Καλό Νερό, όπου ηρέμησε λίγο η κίνηση. Στο δρόμο είχαμε πολλές συναντήσει και διασταυρώσεις κυρίως με το group των RoadIt (Inferno, Θοδωρής κ.α.).
  Σκοπός μας ήταν να χωρίσουμε τα περίπου 130 χλμ στα δύο με μια μόνο στάση στην Κυπαρισσία, αλλά παπάρια!
  Στάση στην Κυπαρισσία για καφέ (εκεί φτάσαμε με τους RoadIt, οι οποίοι είχαν σαγιονάρες δίχαλο και μαγιό μαζί τους και βούτηξαν), στάση πριν τα Φιλιατρά στον Βασιλόπουλο (χωρίς τη Χιονάτη) για ψώνια (χυμό,στρούντελ και τσουρεκάκια 7 days).


ΑΒ


Στάση στα Φιλιατρά για φωτό. 

La tour Eiffel... εεε... Φιλιατρά εννοώ

Πέρασμα και στάση μέσα από τη Γιάλοβα για τοστ και luxcola καθώς φίλη μου έχει εκεί μαγαζί, εκεί έκανα μια βουτιά στη θάλασσα. (Παρεμπιπτόντως, επειδή πολύ με ρωτούν, κι έχοντας κάνει βουτιά σε περίπου 6 brevets, η απάντηση είναι: ΟΧΙ, με το αλάτι της θάλασσας δεν συγκαίγομαι). 
aplo-bistro.gr στη Γιάλοβα. Ευχαριστούμε Αθηνά
  Τελικά, από τη Γιάλοβα φτάσαμε σερί στην Μεθώνη, αφού φάγαμε σαν θηρία τις ανηφόρες πριν και μετά την αφιλόξενη Πύλο.
  Στη Μεθώνη μπαίνοντας στο χωριό, μετά λύπης μου διαπίστωσα πως 9 στους 10 συμμετέχοντες δεν ακολούθησαν το roadbook και το track, ώστε να περάσουν από το υπέροχο χωριουδάκι, αλλά σφράγισαν και γύρισαν στον κεντρικό. Εμείς σφραγίσαμε σε ένα βενζινάδικο, αφού ο ίδιος ο βενζινάς, ένας «μικρός» άνθρωπος γύρω στο 1,30μ ύψος μας φώναξε και με μεγάλη χαρά μας σφράγισε και μας έγραψε την ώρα 16:32.
  Έπειτα συνεχίσαμε για Κορώνη, αφού περάσαμε μέσα από το χωριό κι από έναν τσιμεντόδρομο με 19% για 20 μέτρα.


ΜΕΘΩΝΗ 418 – ΚΟΡΩΝΗ 447 (κλ. 8/6 00:18)

  Βγήκαμε πια στον κεντρικό και είδαμε πίσω μας τον Στ. Κοπανάκη ο οποίος προτίμησε να κάνει μπρος πίσω αντί να κάνει το πέρασμα από τη Μεθώνη.
  Στο δρόμο προς Φοινικούντα συναντήσαμε ένα Άγγλο με ΜΤΒ τον Andy, o οποίος πέραν του ότι είχε κάνει ένα μεγάλο στη Ν. Ζηλανδία, εννοείται πως και με το mountain μας περνούσε άνετα. Όμως δεν έφυγε και μας συνόδευσε στα πάνω-κάτω ως τη Φοινικούντα, με πολλή όρεξη για κουτσομπολιό… Ε, είπαμε, κουτσομπόλες!
   Περνώντας από τη Φοινικούντα περάσαμε για πολλοστή φορά το γκρουπ των Επιτροπάκη, Χαλαζονίτη, Ζούβελου, Βουλγαράκη κ.α. με τους οποίους τη δεύτερη αυτή μέρα συνέχεια οι μεν προσπερνούσαν τους δε στις στάσεις. Για εμάς μόνο λίγα δευτερόλεπτα για τσίσα και πάμε να ανεβαίνουμε για Ακριτοχώρι. Η διαδρομή γνωστή, όμως κάποιοι ποδηλάτες «προτίμησαν» λόγω μη μελέτης τη μεγάλη βόλτα με τα περισσότερα υψομετρικά και χιλιόμετρα από τον νότιο δρόμο.
  Για εμάς η ανηφόρα προς Ακριτοχώρι και Χαροκοποιό ήταν όπως την περιμέναμε: Ελαφρώς απότομη, αλλά και γρήγορη. Οπότε τι μεγαλύτερη χαρά… από την κατηφόρα για Κορώνη. Ο Αντιπρόεδρος της Μ.Π.Λ.Ε., ο Χρήστος, μας σφράγισε στις 18:12, και ο Χρήστος ο Γιατρός μου λέει «πάει και το τελευταίο control της ημέρας»…
  Εκεί η στάση κράτησε αρκετά. Φάγαμε 2 μερίδες γουρουνοπούλα (τι τραγανη πετσούλα…), πατάτες, φέτα, ψωμί, κόλα, πήγαμε τουαλέτα, έβαλα τα βραδινά μου ρούχα, κρεμούλες…
  Ενδιάμεσα ήρθαν οι Ζούβελος και ΣΙΑ, οι roadit και καταλάβαμε πως είμαστε η οπισθοφυλακή του brevet. Επίσης, το εντυπωσιακό είναι πως δύο άτομα (νομίζω οι βολιώτες πυσοσβέστες) νοίκιασαν δωμάτιο για ύπνο εκεί.
  Το κοντρόλ ήταν υπέροχο, και η ταβέρνα κυριολεκτικά δίπλα στη θάλασσα. Ξαφνικά η ποδηλασία έμοιαζε με διακοπές. Η αρμύρα και τα μικρά κυματάκια έκαναν τον αέρα Αυγουστιάτικο.
  Όμως εμείς είχαμε «δουλειά» να κάνουμε οπότε άφησα την Κορώνη για τον Αύγουστο, στις διακοπές, πήρα τον ChrisMan και άιντε για Καλαμάτα!


ΚΟΡΩΝΗ 447 – ΚΟΚΚΙΝΟΓΕΙΑ 619 (κλ: 8/6 12:10)

  Η διαδρομή από Καλαμάτα και μετά πολύ απαιτητική, αλλά είχαμε ακόμη δρόμο μέχρι εκεί.
  Αρχίσαμε ανεβαίνοντας στο Χαροκοποιό και η βαρετή βόλτα προς την Καλαμάτα, την πρώτη στάση αυτού του κομματιού ξεκίνησε. Στην Καλαμάτα θα μας περίμενε ο έτερος Χρήστος (ο Γονδολιέρης της Κορώνης) μαζί με μια φίλη μου, τη Γιώτα για τροφή.
  Αυτό ήταν το πιο βαρετό κομμάτι του brevet για εμένα. Δεν ξέρω πόσες ώρες το κάναμε. Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε το βαρετό Μεσσήνη-Καλαμάτα, σε αυτόν τον βαρετό δρόμο, στην αρχή με τις βαρετές γραμμές του τραίνου δεξιά μας, και μετά έγινε βαρετά διπλός και βαριόμουν να περιμένω να φτάσουμε στο φανάρι να πάμε δεξιά… Αλλά περίμενα βαριόμενος πολύ!
  Δεν ξέρω ούτε τι ώρα φτάσαμε στην Καλαμάτα. Είχε νυχτώσει πάντως. Ξέρω όμως, πως μόλις φτάσαμε παρήγγειλα μια ωραία βάφλά, κι ο δικός μου ένα παγωτό. Επίσης έφαγα λίγα από τα μακαρόνια που μου έφερε η φίλη μου η Γιώτα. Μέχρι να έρθει η βάφλα κοιμήθηκα 5 λεπτά σε μια ξαπλώστρα. Ξύπνησα έφαγα τη μισή βάφλα, λίγα μακαρόνια, καθώς ήταν οι ώρες που το στομάχι είχε κλείσει. Και ντρεπόμουν τόσο πολύ… Πόσο βρώμαγα… Και δεν μπορούσα να φάω πολύ από το φαΐ της Γιώτας.
  Αφού έφαγε το παγωτό του ο Χρήστος μου ζήτησε να κοιμηθεί οπότε την έπεσε στην ξαπλώστρα. Μετά από πέντε λεπτά επέλεξα να ξαπλώσω κι εγώ δίπλα του. Αφού την έπεσα 15 λεπτά, ετοιμαστήκαμε και ξεκινήσαμε στις 00.10 με σκοπό να φτάσουμε στο Ταίναρο 2 ώρες πριν κλείσει, δηλαδή στις 10.10. Η προσπάθεια να εξηγήσουμε στη Γιώτα γιατί δεν πάμε να κοιμηθούμε και να κάνουμε μπάνιο σπίτι της (όπως μας πρότεινε) αποδείχθηκε άκαρπη!
  Η ελάχιστη επιτρεπτή μέση μας ήταν 10 κμ/ω, και θα μας έβγαζε οριακά στο Ταίναρο, αφού έμεναν 12 ώρες για 120 χλμ. Εμείς, όπως είπα θέλαμε λίγο πιο γρήγορα.
  Φύγαμε, πιάσαμε την πρώτη ανηφόρα, κι ανεβαίναμε. Αργά και σταθερά. Ο Χρήστος λίγο πιο γρήγορα καθώς είναι πιο αδύνατος. Εγώ νύσταζα πάρα πολύ. Λίγο πριν το χωριό «Κάμπος» κοντά στην κορφή της ανηφόρας που βγάζει στην Καρδαμύλη, με πήρε για κλάσματα του δευτερολέπτου ο ύπνος στο ποδήλατο, και ξύπνησα με το ποδήλατο κάθετο στο δρόμο οδεύοντας προς κάτι χόρτα. Αμέσως τηλεφωνώ στον Χρηστάρα ο οποίος μου απαντά πως είναι λίγο πιο μπροστά μετά από ένα βενζινάδικο. Με περίμενε, τον έφτασα, και σε λίγα μέτρα η πρόσοψη του  φιλόξενου ΚΕΠ Κάμπου έγινε το σπίτι μας. Το αρχικό ξυπνητήρι ήταν στο 20λεπτο. Μόλις χτύπησε το βάλαμε σε άλλα 20 λεπτά. Στο 40λεπτο ο Χρήστος ξύπνησε και τακτοποίησε την τσάντα του, ενώ με άφησε άλλα 20 λεπτά συμπληρώνοντας μια ώρα ύπνου στην είσοδο του ΚΕΠ. Φύγαμε, φτάσαμε εύκολα στην Καρδαμύλη, και στο δρόμο προς τη Στούπα, στις 4 παρά… μας βρίσκει ένας ποδηλάτης… Ο Τσεκούρας…
  Πού είσαι αγόρι μου; Ο Γιώργος μας ξύπνησε, ως καλή κουτσομπόλα και μας έδωσε ρυθμό και κουβέντα στην ανάβαση για το Οίτυλο. Βέβαια εκείνος είχε ξεκουραστεί πολύ περισσότερο, οπότε του κάναμε τα μούτρα κρέας, διότι στο οροπέδιο του Οίτυλου κάναμε ξεκόλλημα προς τα πίσω! Άλλα 20 λεπτά ύπνος. Αυτή το φορά έβγαλα το super-duper-micro-sleeping-bag των 600 γραμμαρίων που είχα μαζί μου και σκεπαστήκαμε καθώς ήταν χάραμα και ήταν η πιο κρύα ώρα. Προσπαθούσα να πείσω τον Χρήστο να έρθει πιο κοντά να ζεσταθούμε, αλλά ίσως με παρεξήγησε πως είχα πονηρές βλέψεις!
  Το θέμα είναι πως αυτός ήταν ο καλύτερος ύπνος του βρε-βρε! Ξύπνησα με τόση όρεξη… Και ακόμα πιο υπέροχο νέο: Το καφενείο που κοιμηθήκαμε είχε εξωτερική τουαλέτα και μάλιστα ήταν ανοικτή, πεντακάθαρη και με χαρτί μέσα!!! Δηλαδή τι καλύτερο!


Η σωστή χρήση του GPS

  Εννοείται, πως μετά από τέτοιο βράδυ, η ανάβαση για Αρεόπολη ήταν παιχνιδάκι. Και η μπουγάτσα ζεστή, όπως και η τυρόπιτα εκεί… Και ο χυμός πορτοκάλι δροσερός! Και άλλη μια συνάντηση βγαλμένη από τα 4 χρόνια πριν εγώ με τον Vagtas στο ίδιο ακριβώς σημείο.
  Τώρα πια η νέα μέρα φάνταζε τόσο όμορφη. Τα χωριουδάκια ως την Άλικα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Ο Χρήστος μου έλεγε ιστορίες για τα μέρη στα οποία έχει κολυμπήσει. Μου έλεγε για μια γιγαντιαία χελώνα που είχε βρει κάτω από το Ταίναρο, για τα ωραία φαγητά που έχει φάει εκεί, για τους τουρίστες που είναι όλοι Γερμανοί… Είδαμε που πηγαίνουν τα λεφτά από τα ΕΣΠΑ, σε κάτι παιδικές χαρές στη μέση του πουθενά, αλλά και σε εν μέρει ασφαλτόστρωση του δρόμου και άρχισε να μου περιγράφει τα κάθετα βράχια του Γερολιμένα που συνεχίζουν ως πολύ βαθειά στη θάλασσα…
  Βαθειά;
 Ωχ ναι! Και τι ανηφόρα είναι τούτη; Τι; Στο δρόμο εκεί πάνω θα πάμε; Μπα δεν νομίζω… Και γιατί εκεί βλέπω έναν ποδηλάτη;
  Τελικά αρχίσαμε να ανεβαίνουμε, και προσπαθούσα να θυμηθώ αν η πολύ απότομη ανηφόρα είναι λίγο πριν ή λίγο μετά από το Ταίναρο… Τελικά το απότομο ήταν μετά!
  Ανεβαίναμε και κατεβαίναμε, καθώς ως παλιός ελληνικός δρόμος δίπλα στη θάλασσα, δεν μπορούσε να είναι ισιάδι! Να τους γνωρίσω τον φίλο μου τον Άρη που είναι πολιτικός μηχανικός, να τους πει πως ο συντομότερος δρόμος είναι η ευθεία!


Στο βάθος τα βράχια του Γερολιμένα

  Έπειτα από τα ανελέητα απότομα πάνω κάτω, ο Χρήστος κι εγώ αρχίσαμε να κατηφορίζουμε προς τον κοντρόλ του Σπύρου Κούκου στο «Ακρο Ταίναρο».
  Σφραγίσαμε στις 10:23. Μα πόσο κοντά στο πρόγραμμα πηγαίναμε! Ήμασταν μόνο 13 λεπτά πιο αργοί από τον προγραμματισμό! «Γαμάμε» του λέω και συμφωνεί ο συνοδοιπόρος μου!
  Το κοντρόλ ήταν στο νοτιότερο ηπειρωτικό άκρο της Ελλάδας. (Κάποιοι λένε και της Ευρώπης, όμως υπάρχει κόντρα με τη Νότια Ισπανία.) Και η ενέργεια, η μαγεία της τοποθεσίας ήταν ολοφάνερη στους δυο μας. Αντίθετα, οι περισσότεροι γκρίνιαζαν για τις ανηφόρες. Στην (ή στα;) Κοκκινόγεια φτάσαμε νωρίτερα από τους μισούς συμμετέχοντες.  Έτσι είναι… Όποιος είναι αργός χρειάζεται καλύτερο πρόγραμμα και περισσότερο χρόνο, και η συνέχεια θα είναι δύσκολη.
  Εκεί φάγαμε μακαρόνια και πατάτες φούρνου, και λίγο απάκι που έκλεψα από τον Πίκο (κάπως αλλιώς το λένε εκεί κάτω). Συναντήσαμε πάρα πολύ κόσμο εκεί, καθώς, λόγω του ύπνου, φτάνανε όλοι μέσα στο ίδιο δίωρο.
  Πίκος, Κύρι-Κύρι, Άπολις, οι Χιώτες, Παγώνης και πολλοί άλλοι βρέθηκαν εκεί ταυτόχρονα με εμάς.

  Τελικά, δεν θυμάμαι τι ώρα (νομίζω 11.15;), φύγαμε για Γύθειο και τον στόχο Πούληθρα.


ΚΟΚΚΙΝΟΓΕΙΑ 619 – ΠΟΥΛΗΘΡΑ 777 (κλ: 9/6 01:59)

  Για άλλη μια φορά έπρεπε να βγάλουμε 10 μέση για να σφραγίσουμε οριακά.
  Από το Ταίναρο φύγαμε: Παναγιώτης Χειλάκος, Χρήστος, εγώ, Ζούβελος, ο Λευτέρης και λίγοι ακόμη που δεν τους θυμάμαι (για άλλη μια φορά!)
  Τα πρώτα πάνω κάτω έφυγαν και τα 3 χλμ με 12-13% μέση ξεκίνησαν μα δεν τελείωναν. Βέβαια, εγώ τα διπλασίασα διότι τα πήγαινα τραβερσάροντας και φυσικά έμεινα μόνος, επειδή είμαι τόσο αργός! Στην κορυφή στη Λάγια είχε ένα καφενείο όπου είχαν σταματήσει όλοι οι μπροστά μας. Τους φώναξα λέγοντας πως δεν είναι ώρα για στάση και σιγοντάτηρησε ο Χρήστος, και σε ένα λεπτό είχαμε φύγει πάλι οι ίδιοι.
  Την ώρα που περνάγαμε από την Κοκκάλα γυρνώ και λέω στον Λευτέρη τον Μάργαρη: «Ωχ δες! Δυο γιγαντιαία καλαμάρια!». Επιτόπου καταλαβαίνω πως είπα μαλακία και διορθώνω λέγοντας «καλά, μπερδεύτηκα με τη σούρα, ήταν ένας ύφαλος». Καπάκι επί τόπου του λέω «κάνε πέρα, αμάξι από πίσω» και κοιτάζοντας είδα μόνο μια σκιά δέντρου και σκέπτομαι «άιντε-άιντε» και μετά γελούσαμε.
  Περνώντας από το Φλωμοχώρι πετυχαίνουμε τον Ποσειδώνα, ο οποίος νύσταζε πολύ. Μετά από λίγο μου λέει και ο Χρηστάρας πως νυστάζει. Αφού είχαμε δύο νυσταγμένους αποφάσισα να βρω μέρος να την πέσουμε κάπου.
  Στο δρόμο, δεξιά, με θέα τη θάλασσα υπήρχε ένα πολύ μικρό εκκλησάκι, ιδανικό για νάνι, περίπου 4χ1,5 μ. Με το που παρκάρουμε απ’ έξω…. Μπουμπ, χρρρρρ, τριν τριν τριν, βροχή… μπουρίνι. Και οι τέσσερις μπουκάρουμε μέσα. Στο βάθος ο Ποσειδώνας κοιμήθηκε σε δευτερόλεπτα. Δίπλα του ο Χρήστος χρειάστηκε περίπου ένα λεπτό να κοιμηθεί. Να πω εδώ πως, όπως καταλαβαίνετε, στο 1,5 πλάτος ήταν δύσκολο να κοιμηθεί κάποιος, οπότε η στάση ήταν είτε η εμβρυακή, είτε η «καθιστή»! Δίπλα από τον Χρήστο ο Παναγιώτης που δεν κοιμήθηκε, και στην πλευρά της εισόδου εγώ, όπου κοιμήθηκα κανά δεκάλεπτο. Έξω η βροχή έχει γίνει καταιγίδα, κάποιοι ποδηλάτες να προσπερνούν, άλλοι να σταματούν για να βάλουν αδιάβροχο, κι άλλοι να συνεχίζουν χωρίς…


Όλοι οι καλοί χωράνε

  Τελικά, ο Παναγιώτης άρχισε τη γκρίνια, πως πρέπει να συνεχίσουμε: «Άντε ρε μαλάκες, εδώ θα τη βγάλουμε;». Είχε δίκιο. Ξύπνησα, έπειτα ξύπνησα και τους υπόλοιπους κοιμωμένους για να φύγουμε. Ήταν και οι δύο πολύ καλύτερα. Η καταιγίδα είχε κοπάσει, απλά έβρεχε, αλλά τα όρια του χρόνου «φώναζαν» να συνεχίσουμε. Και συνεχίσαμε…
  Δεξιά για Κότρωνα, βροχερές γρήγορες κατηφόρες (τις συνήθισα στο Θέρμο, όπου κατέβαινα, για να προλάβω να τερματίσω, με 50 και βροχή!) μπαίνουμε στο χωριό, ο δρόμος κάνει εσάκι διότι έχει κτήριο ευθεία. Η πρώτη στροφή αριστερά, ανάποδη η κλίση, η μπροστά ρόδα στον αέρα, το τιμόνι αριστερά, εγώ στον αέρα δεξιά, πρώτη σκέψη «μάζεψε τα χέρια να γλιτώσεις την κλείδα»,  σέρνομαι πια ευτυχώς με ισχύο, γόνατο, αγκώνα. Σέρνομαι σε τυφλή στροφή… Δεύτερη σκέψη να κατευθύνω το σώμα μου δεξία. Ακούω τον Ποσειδώνα «όλα καλά, όλα καλά, δεν είναι τίποτα» να το επαναλαμβάνει. Σέρνομαι ακόμη μακριά από το κέντρου του δρόμου, όμως στο δεξί τέλους είχε χαλίκια και σκέπτομαι «μπορώ να γλιτώσω να κοπώ από τα χαλίκια τώρα που γλίτωσα και δεν με πάτησε αυτοκίνητο;» Ξαναγυρίσω το σώμα μου, ακούω ένα παππού από το μπαλκόνι να λέει «το φωτάκι άνοιξε» -ό,τι να’ ναι, έλεολ!- κι όπως γλιστρώ καταφέρνω και δεν πήγα στα χαλίκια!
  Χέρια, πόδια, δάχτυλα κινούνται τέλεια, ας σηκωθώ.
  Ωραία, ας δω τώρα το ποδήλατο. Χμμμ... το καπάκι της μανέτα έσπασε, το κεφαλάκι από το φρένο δεν επιστρέφει, άρα τα τακάκια ακουμπούν στη ζάντα...  Τη βάψαμε! Όμως υπάρχει λύση. Ένα χαλικάκι που να χωρά στην τρύπα, πιασμένο με τη μονοτική ταινία... Ωχ, ναι! Δουλεύει, έχω φρένο! Σκελετός εντάξει... Ταχύτητες εντα... Όχι ρε γαμώτο... Το πίσω σασμαν δεν επιστρέφει στα μικρά δισκάκια... 27; Με το ζόρι. 24 οκ, 21 οκ, 19 οκ, 17 οκ, 16 αρχίδια, πιο κάτω δεν... Σούπερ, δεν μπορώ να πατήσω πια, ακόμη κι αν θέλω.
  Τις πληγές – εγκάυματα τις περιποιήθηκα με λίγο πενατέν και τελικά, αφού χάσαμε κανά μισάωρο, και αφού γεμίσαμε με νερό ξεκινούμε.


Η πετρούλα (όχι η Κωστίδου!)

Και με τη μονωτική. Οι φωτό μετά από τον τερματισμό, στο σπίτι

  Ο δρόμος ως τον κεντρικό που θα μας έβγαζε στο Γύθειο, ήταν rolling hills, χωρις το rolling, με πολύ κακή άσφαλτο και απότομα κομμάτια όπου λόγω της βροχής αναγκαστήκαμε να περπατήσουμε μια φορά καθώς ακόμη και καθιστοί, η πίσω ρόδα σπίνιαρε!
  Τελικά φτάσαμε στο Γύθειο και ήταν ώρα για ζεστό μαγειρευτό! Επιτέλους! Το μοσχαράκι κοκκινιστό ήταν βάλσαμο για το στομαχάκι μου. Ζεστάθηκε η κοιλίτσα. Εκεί φάγαμε αν θυμάμαι καλά 8 άτομα, ένας εκ των οποίων εγκατέλειψε διότι είχε κόκκινα ούρα. Όμως είχε φάει πατζάρια οπότε πιο πολύ τρόμαξε παρά υπήρχε λόγος να εγκαταλείψει. Βέβαια, ο καθένας αποφασίζει για τον εαυτό του. Οι υπόλοιποι, αφού φάγαμε και πήραμε εφόδια από το περίπτερο (ήξερα πως έρχεται μακρύ βράδυ, χωρίς περίπτερα) ξεκινήσαμε, χωρίς βροχή πια.
  Σπάσαμε όμως μετά από λίγα λεπτά. Αρκετή ευθεία με δύο δυάδες με τον Πατρινο-Καλαματιανο-Αθηναίο φίλο μας να μας από πίσω να μας κάνει ανάλυση (σοβαρή) για ερωτικά θέματα. Στην άλλη σειρά, εκεί μπροστά, ο Χρήστος κι εγώ τραβάγαμε με ρυθμό. Έπειτα από το λοφάκι με τον λίγο κόντρα αέρα κάναμε τη μικρή κατηφόρα και φτάσαμε στον Βρονταμά το τελευταίο χωριό και ουσιαστικά την αρχή της ανάβασης για τον «γίγαντα» Κοσμά, την Ανάβαση του brevet.
  Εκεί, σε ένα βενζινάδικο, βρεθήκαμε πάνω από 10 άτομα παραδόξως. Όλοι γέμιζαν παγούρια και ετοιμάζονταν για τη νυχτερινή ανάβαση. Φύγαμε όλοι μαζί και πριν περάσει πολλή ώρα ήμουν μόνος με το δρόμο και το βουνό. Στο προηγούμενο 1000άρι ο Κοσμάς φαινόταν τεράστιος. Όμως πια, με τόσες αναβασεις σε μπρεβέ δεν μου έκανε εντύπωση. Με μέγιστο υψόμετρο 1200 μ και 900μ ψηλότερα από εκεί που ουσιαστικά ξεκινούσε η ανάβαση δεν με φόβιζε καθόλου.
  Σκοτείνιασε στην αρχή της ανηφόρας... Βλέπω μια φιγούρα στα αριστερά μου, μια γριά να κρατάει ένα φανάρι και έκλασα μέντες... Μου πήρε ώρα να καταλάβω πως είναι ένα από τα αναρίθμητα εκκλησάκια στην άκρη του δρόμου όπου η φλόγα τους έκαιγε μες στη νύχτα. Τουλάχιστον μόλις κατάλαβα τι ήταν δεν φοβόμουν πια καθώς εξηγήθηκε λογικά η εγκεφαλική παρερμηνία λόγω της κούρασης. Βέβαια ακόμη απόρό ποιος ταλαίπωρος κάθε βράδυ ανάβει τα καντηλάκια...
  Συνέχισα να πηγαίνω προς τα πάνω αργά αλλά συνεχώς σταθερά, φτάνοντας αν ενθυμούμαι καλά στον Κοσμά γύρω στις δώδεκα παρά το βράδυ. Φυσικά όλα ήταν κλειστά, βιαζόμουν για να προλάβω το κοντρόλ στα Πούληθρα και απλά ντύθηκα για την κατηφόρα. Όμως πριν προλάβω να κατέβω αρκετά η φίλη μου η νύστα έκανε την εμφάνισή της. Επειδή δεν ήθελα να βρεθώ σε καναν γκρεμό, αποφάσισα να κοιμηθώ εκεί δεξιά στο δρόμο, με το γιλέκο και τα φώτα προς τα πίσω ώστε ΑΝ περάσει (που δεν πέρασε) κανά αυτοκίνητο να με δει. Ξύπνησα πριν το ξυπνητήρι και συνέχισα την κατάβαση μέχρι τη Αγιελίδη (έτσι λέγεται το Λεωνίδι στα Τσακώνικα! –παρεπιπτώντος λέγεται πως τα Τσακώνικα είναι η αρχαιότερη διάλεκτος στον κόσμο... βέβαια μπορεί να είναι και μούφα αυτό). Φτάνωντας, στο πεζοδρομημένο δρόμο, βρήκα το γκρουπ που ήταν ο Χρήστος και οι υπόλοιποι και μαθαίνω πως ο Χρήστος είχε πέσει (όχι τίποτε σοβαρό) και κάπως έτσι ξαναέσμιξαν οι δρόμοι μας.
  Τελικά στα Πούληθρα φτάσαμε περίπου 20 λεπτά πριν κλείσουν στις 01:36. Σφραγίσαμε και ενώ ήθελα να παραγγείλω σουβλάκια, το σουβλατζίδικο θα χρειαζόταν γύρω στη μισή ώρα να τα φέρει. Εγώ ένιωθα καλά και ήθελα να φύγω. Από τη άλλη ο Χρήστος δεν μπορούσε χωρίς ύπνο. Κάπου εκεί ξαναβλέπω τον Geo Tsek ο οποίος φωνάζει «Αγόρι μου! Φεύγεις; Πάμε μαζί;». Του απαντώ «ίσως» και γυρίζω προς τον Γιατρό.
-         Χρήστο σε πειράζει να φύγω με τον Γιώργο; του λέω.
-         Εγώ δεν μπορώ, πρέπει να κοιμηθώ, μου απαντά.
-         Σε πειράζει να την κάνω μαζί του μιας και έχω ακόμη κουράγια;
-         Όχι ρε μούτρο!
-         Θα βρεθούμε αύριο πάλι, στάνταρ.
-         Άντε ρε μαν, καλό δρόμο.

  Ο Χρήστος πάει για νανάκια σε ένα κρεββάτι, κι εγώ, χωρίς τα σουβλάκια τρώω πατατάκια και μπισκότα που είχα από το Γύθειο και είμαι έτοιμος να φύγω με τον Γιώργο τον Τσεκ.

ΠΟΥΛΗΘΡΑ 777 – ΧΑΝΙ ΜΕΡΚΟΥΡΗ 888 (κλ: 9/6 11:42)

  Θα ήθελα κάπου εδώ να πω πως το κείμενο αυτό μου έχει πάρει κοντά δύο χρόνια να το γράψω. Οπότε λέω πια να το τελειώσω, πριν φύγουν οι τελευταίες αναμνήσεις.
  Ο Γιώργος είναι πολύ καλή παρέα. Έμαθα από αυτόν πολλά ποδηλατικά κουτσομπολιά. Η φιλία μας σφραγίστηκε στο PBP 2015 όπου πήγαμε με το Ατοσάκι μου. Τέλος πάντως, ποδηλατούσαμε με κόντρα αέρα μες στη νύχτα. Σε κάποιο σημείο –ακόμα δεν έχω καταφέρει να βρω ποιο είναι, αν κι έχω περάσει τρεις φορές μέρα από εκεί- νύσταξα και του λέω να την πέσουμε για 10 λεπτάκια.
  Ήταν μέσα, έβγαλα τον μίνι υπνόσακο, ερχόμαστε κοντά, ο Γιώργος δεν ντρεπόταν. Γιατί να κρυώνουμε; Πολύς θόρυβος. Είχαμε ξαπλώσει έξω από ένα παντοπωλείο/καφετέρια/ταβέρνα όλα σε ένα. Ο Τσεκ μου λέει πως έχει φάει εκεί με τη γιαγιά του που μένει στο Άστρος. Α! Ξέχασα να πω πως ο Γιώργος είχε κανονίσει να κοιμηθεί στη γιαγιά του, πράγμα που δεν έγινε γιατί έμπλεξε με εμένα τον αργό!
  Αλλά ας επιστρέψω στο θρίλερ: Αέρας πολύς. Οι τέντες να χτυπάνε «κλατς-κλατς». Ένα πλαστικό κάδο ΕΒΓΑ τον παίρνει ο αέρας. Ξαφνικά μια άσπρη φιγούρα πλησιάζει... Έρχεται πιο κοντά... Φαίνονται οι λεπτομέριες... Νυχτικιά με πουα...
  Φάντασμα: «Τι ‘στι σεις;»
  Γιώργος: «Ποδηλάτες»
  Έκτωρ: «Κουραστήκαμε λίγο και είπαμε να κοιμηθούμε»
  Γιώργος: «Έχω φάει εδώ με τη γιαγιά μου, είμαστε από το Άστρος»
  Φάντασμα: «Μι κουψοχουλιασατι»
  Έκτωρ: «Μας συγχωρείτε, θα φύγουμε σε λίγο»
 
  Κάπως έτσι πέρασαν τα λίγα λεπτά ξεκούρασης. Έπειτα σηκωθήκαμε, μαζευτήκαμε και πήραμε το δρόμο.  Άρχισε να ξημερώνει. Πετύχαμε για λίγο τον Βλαδίμηρο με τον συνοδοιπόρο του. Μας έφυγαν όμως λίγο πριν το Άστρος, όπου σταματήσαμε για νερό και κόλα. Τσούκου τσούκο φτάνουμε και στο Ναύπλιο, όπου αράζουμε για το πρωινό μας. Μια ωραία μπουγάτσα πάνω στον παραλιακό Μύλοι-Ναυπλιο. Εκεί πέτυχα κι ένα συμμαθητή μου από το λύκειο τον Ηρακλή.
  Φύγαμε κι από το Ναύπλιο και είχαμε το «πέρασμα» από το δεύτερο «Αρκαδικό». Το πρώτο ήταν πριν το Άστρος, σε μια ανηφόρα, όπου είχε μια στάση ΚΤΕΛ με ποδηλάτες που κοιμόντουσαν. Στο Αρκαδικό Αργολίδας πετύχαμε, ή καλύτερα μας έπιασε, ο Χρηστάρας. Το ήξερα πως θα βρισκόμασταν. Και ήρεμα τελειώσαμε με την απαλή ανηφόρα και φτάσαμε στο Χάνι Μερκούρη στις 10:45. Και μάλιστα περάσαμε κάποιους που πήγαν από τον νέο δρόμο. 

Με τον Γιώργο χαλαρώνουμε πριν την τελική ευθεία

Εκεί θυμάμαι πως ξανακοιμήθηκα λίγο στις πλάκες καρύστου κάτω, ήπια 2 κόκα κόλες και (λογικά) κατά τις 12 παρά φύγαμε. Πού να θυμάμαι μετά από τόσο καιρό;

ΧΑΝΙ ΜΕΡΚΟΥΡΗ 888 – ΕΛΕΥΣΙΝΑ 1000 (κλ: 9/6 21:30)

  Μπα; Τελευταία χιλιόμετρα; Τι λες τώρα; Ειδικά χωρίς το 21 γρανάζι που μας άφησε και αυτό χρόμους θα έχει πλάκα. Κι όμως η ψευτοανηφόρα μέχρι το Λυγουριό πέρασε, με μια μινι περίεργη ανασυγκρότηση στην κορφή. Κατηφόρα, Επίδαυρος. Τώρα τι έχουμε; Ένα καρφάκι και το Αμόνι πριν φτάσουμε στην τελική κατηφόρα για Κόρινθο. Ενώ το πρώτο ντούρο το πήγα πολύ αργά, στη δεύτερη ανηφόρα, στο Αμόνι κόλλησα με τον Μαυρόπουλο και ανέβηκα σαν τρελός! Στο μαγαζί στο τέλος της ανηφόρας, εκεί στη διασταύρωση για τις ιχθυοκαλλιέργιες οι περισσότεροι σταμάτησαν. Εγώ περίμενα για λίγο τον Χρήστο και δεν σταματήσαμε. Του λέω «θα φάμε σουβλάκια στα Ίσθμια». Δεν θυμάμαι και πολλά, θυμάμαι όμως πως στα σουβλάκια βρεθήκαμε: Γιατρός, Χειλάκος, εγώ, Τσεκούρας, Inferno, Λευτεράκης. Νομιζώ πως φάγαμε 4 καλαμάκια πριν ο Χειλάκος μας αποχαιρετήσει (πάντα αγχωμένος), «παιδιά φεύγω με τον Λευτέρη για να προλάβει το καράβι».
  Εμείς φάγαμε άλλα 4 καλαμάκια. Θυμάμαι τον Γιατρό να κοιμάται κάτω από μια καρέκλα και τον Θανάση να μας λέει στο άκυρο πως αν τον βαστάνε τα πόδια του θα πατήσει στο κομμάτι Ισθμός – Ελευσίνα. 


Κοιμόταν κάτω...

Ενέργεια... Όλοι είναι ξεκούραστοι!

Όντως άκυρο καθώς η τετράδα συνέχισε και τερμάτισε παρέα, 2 BLE και 2 RoadIt. Με ένα μικρό διάλειμμα για φωτογραφίες στην Κακιά Σκάλα, και τον Θανάση να μου εξηγεί πώς μπορείς να κόψεις 20 υψομετρικά, μπήκαμε όλοι μαζί στην Ελευσίνα για να φάμε πολλλλλααααα Hot dog που μας είχε κανονίσει ο dimzaf


Bad Pass... Ο Θησέας ταλαιπωρήθηκε εδώ, εμείς όχι!

Μετά από 73 ώρες και 50 λεπτά, στις 20:20 η περιπέτειά μας τέλειωσε. Και είχα ακόμη μία ώρα και δέκα λεπτά περιθώριο!
Οι τετράδα. 2 BLE, 2 RoadIt


ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

  Το δεύτερό μου 1000άρι μου έμαθε πολλά πράγματα. Πώς να διαχειρίζομαι τις δυνάμεις μου, ειδικά σε κατάσταση πλήρης απροπονησιάς. Με έδεσε με φίλους που η συντροφιά τους κρατάσει ακόμη. Έμαθα πως να χρησιμοποιώ το έστω και ένα λεπτό ξεκούρασης και από τότε και ύστερα άρχισα μπορώ να κοιμάμαι σε οποιαδήποτε σημείο του brevet, να ξεπερνώ μικρές μηχανικές δυσκολίες χωρίς άγχος.
  Σίγουρα θα μπορούσα να πω άλλα 100 συμπεράσματα, να ευχαριστήσω δεκάδες ανθρώπους αλλά καλύτερα ας τα πούμε στους δρόμους! Εξάλλου ποδήλατο κάνουμε.


Είναι ευχάριστο να σε περιμένει ένας φίλος στον τερματισμό.
Και μετράει πιο πολύ που με περίμενε πανω από 12 ώρες, αφού είχε τερματήσει πολύ νωρίς!




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου